- καδμείος
- -α, -ο (Α καδμεῑος, -εία, -ον, ιων. τ. καδμήιος, -ίη, -ον, θηλ. και καδμηίς, -ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος]1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» — οι χαρακτήρες τού αλφαβήτου τους οποίους εισήγαγε ο Κάδμος από τη Φοινίκηβ) «Καδμεία νίκη»i) νίκη που επιφέρει τον όλεθρο τών νικητών, από τον μύθο τών Σπαρτών, δηλ. τών καταγομένων από τα σπαρμένα δόντια τού δράκοντα, ή από την αλληλοφονία τού Πολυνείκη και τού Ετεοκλήii) (στον Αρρ.) μεγάλη νίκηαρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Καδμεῑοιοι παλαιοί κάτοικοι τών Θηβών2. (το θηλ. ως κύριο όν. ή ως προσηγορικό) α) ἡ Καδμείαη ακρόπολη τών Θηβώνβ) καδμεία και καδμίαείδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών3. (στους Πυθαγορείους) το αρσ. ως ουσ. ὁ καδμεῑοςονομασία τού αριθμού οκτώ.
Dictionary of Greek. 2013.